προσήλιος

προσήλιος
-α, -ο / προσήλιος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο ή οίκημα) στραμμένος προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον ήλιο, αυτός που τόν βλέπει ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἥλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσήλιος — exposed to the sun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλιος — α, ο ευήλιος, προσηλιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσήλιον — προσήλιος exposed to the sun masc/fem acc sg προσήλιος exposed to the sun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίοις — προσήλιος exposed to the sun masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίους — προσήλιος exposed to the sun masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηλίῳ — προσήλιος exposed to the sun masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήλια — προσήλιος exposed to the sun neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ειλόπεδον — εἱλόπεδον, το (Μ) προσήλιος τόπος, αλώνι για σταφίδα …   Dictionary of Greek

  • εύειλος — εὔειλος, ον (Α) ευήλιος, προσήλιος, ηλιόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειλος (< είλη «ηλιακή θερμότητα»), πρβλ. ά ειλος, πρόσ ειλος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”